τρίκλινο

τρίκλινο
τρίκλινο, το και τρίκλινος, ο και τρικλίνιο, το
1. τραπέζι φαγητού με τρία κρεβάτια γύρω (στα ρωμαϊκά συμπόσια).
2. η αίθουσα των ρωμαϊκών συμποσίων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρίκλινο — Αρχικά, το ρωμαϊκό τ. ήταν τραπέζι, που από τις 3 πλευρές του τοποθετούσαν ισάριθμα κρεβάτια (κλίνες) για τους καλεσμένους, οι οποίοι έτρωγαν ξαπλωμένοι, γερμένοι στην αριστερή πλευρά τους. Ο οικοδεσπότης ήταν ξαπλωμένος στην επάνω άκρη του… …   Dictionary of Greek

  • Τρίκλινο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Βάλτου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Αμπέλι (υψόμ. 660 μ.) …   Dictionary of Greek

  • Triklino — Τρίκλινο …   Deutsch Wikipedia

  • παλάτι — Το ανάκτορο του αυτοκράτορα Αυγούστου που βρισκόταν στον Παλατίνο λόφο. Η αρχική αυτή ερμηνεία του όρου διευρύνθηκε αργότερα και σήμαινε ανάκτορο, μέγαρο. Στα νεότερα χρόνια, με τον όρο παλάτι προσδιορίζεται το βασιλικό ανάκτορο. Τα αρχαιότερα… …   Dictionary of Greek

  • Triklino — (Greek, Modern: Τρίκλινο, Katharevousa : Τρίκλινον, older name Priantza), is a small mountainous village (altitude 600 m.) of Greece. It is located in the northwest part of Greece and belongs to the Aetolia Acarnania prefecture.The artificial… …   Wikipedia

  • ζαφειροτρίκλινον — ζαφειροτρίκλινον, τὸ (Μ) τρίκλινο κοσμημένο με ζαφείρια …   Dictionary of Greek

  • ομόλεκτος — ὁμόλεκτος, ον (Α) αυτός που κάθεται στο ίδιο ανάκλιντρο δίπλα σε τρίκλινο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού ὁμόλεκτρος*] …   Dictionary of Greek

  • τρίκλινος — η, ο / τρίκλινος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις κλίνες (α. «δεν υπήρχαν τρίκλινα δωμάτια στο ξενοδοχείο» β. «θαλάμους δὲ τρεῑς εἶχε τρικλίνους», Αθην.) 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκλινο(ν) (στους Ρωμαίους) α) το τρικλίνιο β) το τραπέζι φαγητού… …   Dictionary of Greek

  • τρικλινιάρχης — ὁ, Α 1. δούλος που επιστατούσε σε τρίκλινο 2. τίτλος αυτοκρατορικού αξιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρικλίνιον «αίθουσα δείπνου, συμπόσιο» + άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • τρικλινικός — ή, όν, Α [τρίκλινος] ο σχετικός με το τρίκλινο, την αίθουσα συμποσίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”